Από τη συλλογή " Ένας Τζίτζικας Τσιρίζει " του Διονύση Σταματελάτου


Μια πεντάμορφη περπέρω
πέφτει δίπλα σ’ ένα γέρο
Κυρίες μου και κύριοι, σας δίνω μιαν εικόνα,
όπως την είδα ζωντανά. Κάποια μικρή κοκόνα,
πλησίασε αγέρωχα το γέρο ασπρομάλλη
και του ‘πε με χαμόγελο, μ’ αρέσουν οι μεγάλοι!

Με δυό της λέξεις μοναχά η πονηρή μικρούλα
μπόμπα θαρρείς πως έσκασε στου γέρου την κουτρούλα.
Στ΄ αυτιά του δεν επίστεψε, με λόγια μπερδεμένα
την ερωτά, «κορίτσι μου, μιλήσατε σ’ εμένα;»
Δεν είμαι κόρη, απαντά, είμαι κυρά μοντέρνα,
τα ήθη του παλιού καιρού τα γράφουμε στη φτέρνα.

Ο σύζυγός μου ραντεβού βγήκε με κάποιαν άλλη
κ’ εμένα, όπως βλέπετε μ’ αρέσουν οι μεγάλοι.
Ο γέρος με το βήχα του της έκοψε τη φόρα,
προτού προφτάσει η σουρλουλού να βγάλει κι’ άλλη φόρα.
Τα ξεπεσμένα ήθη μας κοιτά με καταφρόνια
κι’ ο νους γυρίζει νοσταλγός στα περασμένα χρόνια.

Που νύχτες ετραγούδησε με την καρδιά στα χείλια,
για να φανεί η σκορδόπιστη ξωπίσω από τη γρίλια.
Και την εκαληνύχτιζε με μάτια δακρυσμένα.
Κοιμήσου, αγαπημένη μου, κι’ εγώ αγρυπνάω για σένα.
Η μάνα του συμφώνησε γάμο με τη μαμά της
και ως τ’ αρραβωνιάσματα δεν πήρε φίλημά της.


Μετά τα στεφανώματα πήρε φιλάκι πρώτο,
που μύριζε σα λούλουδο της παρθενιάς το χνώτο.
Δυό κόσμοι συναντήθηκαν, ο ένας περασμένος,
παίρνοντας κι’ έθιμα μαζί κι’ ο άλλος ο μοντέρνος.
Γεννά στου γέρου το μυαλό, που ολοένα βήχει,
να κάμει ενέσεις Βορονώφ μήπως του ξανατύχει.