Ξενοκρατία: το Ιόνιο και άλλα ελληνικά κράτη

του Σάκη Γκέκα[i]

Κατά τα τελευταία λίγα χρόνια, οι λέξεις αποικία και προτεκτοράτο κυριαρχούν στις συζητήσεις και τα γραφόμενα σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση στην Ελλάδα, καθώς η διάσημη χώρα παραμένει μπλοκαρισμένη σε μια κρίση χωρίς προηγούμενο (σε καιρό ειρήνης). Από το 2010, η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας είχε ως αποτέλεσμα ανεργία ρεκόρ και οικονομική εξάρτηση, ίσως για πολλά ακόμη χρόνια· η καταστροφή αυτή οδήγησε σε μια ρητορική που μιλά για την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, αφού η χώρα έχει γίνει «αποικία χρέους» και «προτεκτοράτο».

Τον δέκατο ένατο αιώνα, οι Επτανήσιοι επινόησαν μια λέξη για την περίοδο της βρετανικής κυριαρχίας, την οποία ονόμασαν ξενοκρατία –κυριαρχία των ξένων. (…) Αυτή ήταν η πρώτη περίοδος στην ελληνική ιστορία κατά την οποία η αποικιοκρατία, η προστασία, η εξάρτηση και η ξένη κατοχή ήταν έννοιες που υπερέβαιναν τους μεταφορικούς και πολεμικούς τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιούνται σήμερα οι λέξεις αυτές, και σε αυτήν εντοπίζονται οι απαρχές της ελληνικής εξάρτησης και αποικιακής (ή «αποικιακής») κατάστασης. Το ημι-αποικιακό κράτος που σχηματίστηκε υπό βρετανική προστασία στις νήσους του Ιονίου –τα Επτάνησα, όπως τα αποκαλούν οι Έλληνες- και η εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων στην επανάσταση του 1821 κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία δημιούργησε ένα ανεξάρτητο ελληνικό βασίλειο, δύσκολα μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν λάβουμε υπόψη τη γαλλική, τη ρωσική και ειδικά τη βρετανική ανάμειξη στις Ιόνιες Νήσους.

Η δημιουργία της βρετανικής Μεσογείου

Το παρόν βιβλίο δεν ακολουθεί μία αυστηρή διάκριση μεταξύ αποικίας και ανεξάρτητου κράτους, αλλά θέτει το θέμα των ευρύτερων επιπτώσεων αυτής της «περίπτωσης» για την ιστορία της αποικιοκρατίας. Σχηματικά, υπήρχαν δύο τύποι αποικιών στη Βρετανική Αυτοκρατορία: ο ένας είχε «υπεύθυνη κυβέρνηση», όπως ο Καναδάς και η Αυστραλία, όπου οι λευκοί Ευρωπαίοι έποικοι έχαιραν ευρείας αυτονομίας, με δικούς τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και νομοθεσία· στον άλλο τύπο, π.χ. στην Κεϋλάνη, τις Δυτικές Ινδίες και τη Δυτική Αφρική, το Λονδίνο είχε πλήρη νομοθετικό και διοικητικό έλεγχο. (…)Η πολιτική και κοινωνική οργάνωση των Ιονίων Νήσων κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας ανταποκρίνεται στον ορισμό του προτεκτοράτου ως «πολιτείας στην οποία ιθαγενείς αρχές και δυνάμεις κατοχής μοιράζονται την κυριαρχία και την αρχή». Η μελέτη της περίπτωσης αυτής προσφέρει και ένα σημείο σύγκρισης για τη μελέτη της ιστορίας της γαλλικής αποικιακής Μεσογείου, για παράδειγμα στην Τυνησία.

Κατά την ιστορία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, μορφές διοίκησης προσαρμόζονταν σε τοπικές συνθήκες κατά τρόπο αυτοσχεδιαστικό και ευρηματικό, αλλά όχι πάντοτε με επιτυχία. Το 1815, η συνθήκη του Παρισιού έθεσε τη βρετανική αυτοκρατορική διοίκηση στις Ιόνιες Νήσους μπροστά σε νέα προβλήματα, ανάλογα με την κατάληψη της Κεϋλάνης το 1796 και την πρόκληση της συγκρότησης μιας αποικιακής κυβέρνησης τελείως διακριτής από την Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών στην Ινδία. Τα πενήντα χρόνια που ακολούθησαν τους ναπολεόντειους πολέμους συνέβαλαν στην παγίωση μιας «αγγλο-μεσογειακής τάξης» και συνέπεσαν με το απόγειο του φιλελεύθερου ιμπεριαλισμού υπό την Pax Britannica, ένα καθεστώς που επεκτείνεται σε μέρη του κόσμου προηγουμένως υπό απολυταρχικούς και δεσποτικούς άρχοντες· τα Ιόνια Νησιά, το Γιβραλτάρ, η Μάλτα και (για μερικά χρόνια) η Σικελία ήταν μερικά από τα μεσογειακά φυλάκια της βρετανικής κυριαρχίας που, μαζί με την Κύπρο και την Αλεξάνδρεια αργότερα στον ίδιο αιώνα, σχημάτισαν ένα πεδίο πειραματισμού σε αποικιακές πρακτικές. Η μετάβαση από το δεσποτισμό σε πιο φιλελεύθερες μορφές εξουσίας στις αποικίες ήταν κάθε άλλο παρά ομοιόμορφη ή γρήγορη. Οι κοινωνίες του Ιονίου έγιναν ένα αποικιακό «εργαστήριο», όπου αποικιακά συστήματα διοίκησης και κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης εφαρμόστηκαν κατά τρόπους πιο τολμηρούς και αμφιλεγόμενους από εκείνους που ακολουθήθηκαν στις καθαυτό αποικίες.

Το Ιόνιο Κράτος και η αποικιακή κυβερνοοτροπία

Το προτεκτοράτο των «Ηνωμένων Πολιτειών των Ιονίων Νήσων» ήταν μόνο κατ’ όνομα ανεξάρτητο· σύμφωνα με τον καταστατικό χάρτη τού 1817, τα νησιά τέθηκαν υπό την «αποκλειστική και άμεση προστασία της Α.Μ. του βασιλέως της Μεγάλης Βρετανίας». Αυτό συμβολικά και συνταγματικά υποβίβαζε τους Επτανήσιους σε κατάσταση ημι-αποικιοκρατίας. Ο Χέρτσφελντ δημιούργησε τον όρο «κρυπτο-αποικιοκρατία» και επισήμανε το «παράδοξο» ότι η Ελλάδα είναι πνευματικός πρόγονος της Ευρώπης και ταυτόχρονα πολιτικός παρίας στο ευρωπαϊκό παρόν[1]. Η ιστορική, αν όχι η διανοητική προέλευση αυτού του παραδόξου μπορεί να ανιχνευθεί στη βρετανική αποικιακή διακυβέρνηση των Ιονίων Νήσων. Η ένταση ανάμεσα στο καθεστώς του αξιότιμου προγόνου και του διεφθαρμένου και πολιτικώς ανώριμου παρία (ή του «κακομαθημένου παιδιού της ιστορίας» όπως ένας διάσημος Επτανήσιος ιστορικός αποκάλεσε τους Έλληνες[2]), προέκυψε για πρώτη φορά στα Ιόνια νησιά. (…) Στο βρετανικό προτεκτοράτο οι Έλληνες του Ιονίου κατέληξαν να εκπροσωπούν τον «άλλο» που έπρεπε να κυβερνηθεί, να εκσυγχρονισθεί, και ενίοτε να τιμωρηθεί που ήταν –ακριβώς- Έλληνας, πράγμα που στο μυαλό του αποικιοκράτη σήμαινε απείθαρχος, πολιτικώς ανώριμος και υποψήφιος ταραξίας.

Η λογική της αποικιακής διακυβέρνησης, αυτό που ο Πάρθα Τσατερτζί αποκαλεί «κυριαρχία της αποικιακής διαφοράς», διέκρινε τους αποικιοκράτες από τους αποικιοκρατούμενους, βασιζόταν στην εξουσία της μητρόπολης επί των υποτελών της λαών, και αποτελούσε υποστήριγμα της αποικιακής κυβερνοοτροπίας στη Βρετανική Αυτοκρατορία. «Αποικιακή κυβερνοοτροπία» είναι ο όρος ο οποίος συγκεφαλαιώνει το πολύπλοκο σύστημα επιτήρησης και γραφειοκρατίας που ανέπτυξε το Ιόνιο Κράτος. Οι Επτανήσιοι ενεπλάκησαν σε αυτό το σύστημα διακυβέρνησης ως δημόσιοι υπάλληλοι, δικαιούχοι ή αντίπαλοι των κρατικών αποφάσεων και πρακτικών. Στις απαρχές του, το Ιόνιο Κράτος ακολούθησε στρατηγικές διακυβέρνησης ανάλογες με άλλα ακριτικά σημεία των βρετανικών αποικιών, όπου το αποικιακό διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από το μητροπολιτικό κέντρο και είχε χαρακτήρα μάλλον επιτελεστικό παρά αυστηρά θεσμικό. Το αποικιακό «όριο» του Ιονίου, αν ειδωθεί υπό την έννοια της κυβερνοοτροπίας, εξηγεί πώς ο ορθολογισμός του δέκατου ένατου αιώνα έγινε η κύρια οργανωτική αρχή που διαμόρφωσε τις σχέσεις μεταξύ κυβέρνησης και λαού, μετασχηματίζοντας την «τέχνη του κυβερνάν». Καμία άλλη «μέθοδος» δεν ήταν πιο κρίσιμη για την επέκταση της γνώσης του κράτους για το έδαφος και τον πληθυσμό του απ’ ό,τι η μηχανική διαχείριση των κοινωνικών στατιστικών από τις γραφειοκρατίες.

Μια σειρά από πρόσφατα έργα περί αποικιακής κυβερνοοτροπίας έφεραν στο επίκεντρο της προσοχής την Ινδία[3]. Η χρήση της έννοιας αυτής μπορεί να εξηγήσει πώς το Ιόνιο Κράτος προσπάθησε να ελέγξει και να ρυθμίσει την καθημερινή ζωή των ανθρώπων ώστε να προσαρμοσθεί σε πτυχές της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας.

Τα Ιόνια νησιά και η ιστορία του ελληνικού κράτους

Όλα τα κράτη, ισχυρές αυτοκρατορίες όσο και μισοξεχασμένα βασίλεια, έρχονται και φεύγουν, και οι ιστορίες τους μας θυμίζουν ότι η ζωή τους υπήρξε εφήμερη, έστω και αν φαίνονταν ακαταμάχητα.

Τα δημοκρατικά κύματα που εξαπολύθηκαν με τη γαλλική επανάσταση έφτασαν στις ακτές των νησιών το 1797· με ξένη επέμβαση δημιουργήθηκε η Επτάνησος Πολιτεία, ένα αυτόνομο κράτος υπό ρωσο-οθωμανική προστασία, που ήταν κατ’ ουσία το πρώτο ελληνικό κράτος. Το Ιόνιο Κράτος δημιούργησε προσδοκίες στους απανταχού Έλληνες και συνέβαλε στην ανάδυση της εθνικής συνείδησης· συνέβαλε ακόμα και στην πορεία προς τον αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία. Ο αρμοστής Μαίτλαντ και, μετά απ’ αυτόν, ο Άνταμ υλοποίησαν τη στροφή στη βρετανική εξωτερική πολιτική από την ουδετερότητα στην επίσημη αναγνώριση της ελληνικής επανάστασης ως εμπόλεμης κατάστασης. Χρόνια πριν την έκρηξη της επανάστασης του 1821, το κράτος των Ιονίων Νήσων απέδειξε ότι ένα ανεξάρτητο κράτος στη Μεσόγειο είναι εφικτό, όχι απλώς σχέδιο της φαντασίας.

Το παρόν βιβλίο προτείνει μία αποκεντρωμένη ανάγνωση του ελληνικού κράτους. Οι συμβατικές εξιστορήσεις ξεκινούν με την επανάσταση και τον αγώνα της ανεξαρτησίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1821-28) που οδήγησε σε εξάρτηση από τη Ρωσία, τη Γαλλία και τη Βρετανία· κατά την αφήγηση αυτή, οι Έλληνες έγιναν πιο ανεξάρτητοι απ’ όσο ήταν υπό οθωμανική διοίκηση, αλλά το κράτος που προέκυψε εξακολουθούσε να υπολείπεται όσων είχαν οραματιστεί ουτοπικοί επαναστάτες όπως ο Ρήγας. Εδώ υποστηρίζεται ότι αυτή η διαδικασία άτυπης εξάρτησης ξεκίνησε πριν την ελληνική επανάσταση, στα Ιόνια νησιά: η Ελλάδα αναδύθηκε –κατά χρονολογική σειρά- πρώτα με την Επτάνησο ή Ιόνια Πολιτεία (1800–1807), τις περιόδους που υπήχθη στη Γαλλική Δημοκρατία (1797–99) και την Αυτοκρατορία (1807–14, κυρίως για την Κέρκυρα) και ως βρετανικό προτεκτοράτο των Ηνωμένων Πολιτειών των Ιονίων Νήσων (μεταξύ 1814 και 1864). Το Xenocracy εξηγεί πώς το ελληνικό αυτό κράτος σχηματίστηκε υπό ημι-αποικιακές συνθήκες μεταξύ 1797 και 1864, και επιδιώκει να συμβάλει στη γνώση μας για τη διαδικασία σχηματισμού νεωτερικών κρατών στη νοτιοανατολική Ευρώπη.

Ο σχηματισμός ελληνικών κρατών το δέκατο ένατο αιώνα –της Επτανήσου Πολιτείας, του Ιονίου Κράτους, του Βασιλείου της Ελλάδος, του πριγκιπάτου της Σάμου και της Κρητικής Πολιτείας- ανήκει σε μια παράδοση ή μάλλον πρακτική των αυτοκρατοριών να χορηγούν αυτονομία σε μεθοριακές περιοχές, εξ ανάγκης ή από διπλωματικό πραγματισμό. Στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας ευελιξίας ήταν η Δημοκρατία της Ραγούζας, για αιώνες υπό οθωμανική επικυριαρχία και φόρου υποτελής αλλά πρακτικά ανεξάρτητη, και οι ηγεμονίες της Βλαχίας και της Μολδαβίας, που το 18ο αιώνα διοικούνταν από μέλη της φαναριώτικης ελληνοορθόδοξης ελίτ. Τα κράτη αυτά αναδύθηκαν στην περιφέρεια της Ευρώπης και στη διατομή ευρωπαϊκών κρατών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η δημιουργία ενός κράτους σε μια περιοχή που κατάφερε να αποσχιστεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως έκανε η μετεπαναστατική Ελλάδα με την έντονη παρέμβαση της Ρωσίας, της Βρετανίας και της Γαλλίας, ήταν μία φωτεινή εξαίρεση, όχι ο κανόνας την εποχή εκείνη.

Η αφήγηση αυτού εδώ του βιβλίου αποκεντρώνει την κυρίαρχη αθηνοκεντρική θέαση της ιστορίας του ελληνικού κράτους που θεωρεί το 1821 ως απαρχή του σχηματισμού του. Οι ιστορικοί της τέχνης και της λογοτεχνίας δεν έχουν πρόβλημα να χρονολογήσουν τις απαρχές της νεοελληνικής τέχνης και λογοτεχνίας στην περίοδο της Βενετοκρατίας στην Κρήτη και τα Ιόνια νησιά (στα έργα του Κορνάρο, του Θεοτοκόπουλου, του Σολωμού και άλλων)· οι άλλοι ιστορικοί ωστόσο είναι απρόθυμοι να σκεφτούν πέρα από τη συμβατική θεώρηση του κράτους που προέκυψε από την επανάσταση και να ανιχνεύσουν την προέλευση του ελληνικού κράτους του 19ου αιώνα όχι μόνο στην μετεπαναστατική και μεταοθωμανική Ελλάδα, αλλά στην κληρονομιά της βενετοκρατίας και του βρετανικού προτεκτοράτου στις επτανησιακές κοινωνίες. Το Ιόνιο Κράτος ήταν μέρος της ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων μετά τους ναπολεόντειους πολέμους· η τάξη αυτή διακόπηκε από την ελληνική επανάσταση. Το βιβλίο αυτό συγκρίνει τα δύο κράτη για να αναδείξει τις διαφορετικές διαδρομές και τα εναλλακτικά προτάγματα δημιουργίας κράτους που είχαν δρομολογηθεί το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Η σύγκριση των οικονομιών και των κοινωνιών του Ιονίου Κράτους και του Βασιλείου της Ελλάδος δείχνει πώς αυτά τα δύο συνέκλιναν προς το σχηματισμό εθνικής οικονομίας και την ανάπτυξη νομικών συστημάτων· δείχνει επίσης τους ταξικούς ανταγωνισμούς και την κληρονομιά βενετικών και οθωμανικών θεσμών και μορφών διοίκησης. Υποστηρίζεται εδώ ότι, από πολλές απόψεις, η ιστορία του ελληνικού κράτους πρέπει να γραφεί με το βλέμμα στραμμένο στις περιοχές που βαθμιαία το συναποτέλεσαν.

Το Ιόνιο Κράτος λειτούργησε επί πενήντα χρόνια υπό αποικιακή διοίκηση και προστασία, αλλά υπέκυψε στις αντιφάσεις του αποικιακού φιλελευθερισμού και του τοπικού ριζοσπαστισμού. (…) Το βρετανικό προτεκτοράτο θεωρήθηκε «μεταβατικό» σύστημα περιφερειακής σημασίας. Οι ιστορικοί, ακόμα και οι καθιερωμένοι, δύσκολα αποφεύγουν το θανάσιμο αμάρτημα του επαγγέλματος και θεωρούν μεταβατικό αυτό που την εποχή εκείνη έμοιαζε αιώνιο· αυτό συνέβη με το Ιόνιο Κράτος μέχρι την αρχή της δεκαετίας του 1860, οπότε η αλλαγή δυναστείας στην Ελλάδα έδωσε την ευκαιρία για παράδοση των Επτανήσων στο Βασίλειο της Ελλάδος. Το κράτος αυτό διαλύθηκε μετά την έξωση του πρώτου βασιλιά της Ελλάδας, του Όττο. Η Ελλάδα πέρασε υπό βρετανικό οικονομικό και πολιτικό έλεγχο για σχεδόν έναν αιώνα, καθώς οι επτανησιακές κοινωνίες άρχισαν την μακρά αλλά ομαλή οδό προς ενσωμάτωση με την «μητέρα πατρίδα», και η ιδιόμορφη ζωή του μεσογειακού αυτού κράτους έληξε εν ονόματι της εθνικής ενοποίησης.


Μετάφραση: Α.Γ.

[1] Michael Herzfeld, ‘The Absent Presence: Discourses of Crypto-Colonialism’, South Atlantic Quarterly 101(4) (2002): 899–926. Για μία άλλη κριτική, βλ. Gourgouris, Dream Nation [ελλ. μετ.: Στάθης Γουργουρής, Έθνος – όνειρο: Διαφωτισμός και θέσμιση της σύγχρονης Ελλάδας, Κριτική, Αθήνα 2007].

[2] Κώστας Κωστής, Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας, Πόλις, Αθήνα 2013.

[3] Βλ. David Scott, ‘Colonial Governmentality’, Social Text 43 (1995): 191–220· Peter Pels, ‘The Anthropology of Colonialism: Culture, History, and the Emergence of Western Governmentality’, Annual Review of Anthropology 26 (1997): 163–83· U. Kalpagam, ‘Colonial Governmentality and the Public Sphere in India’, Journal of Historical Sociology 15(1) (2002): 35–58· Joyce, The Rule of Freedom.

[i] Η ανάρτηση αυτή αποτελεί μετάφραση αποσπασμάτων από την εισαγωγή του βιβλίου: Sakis Gekas, Xenocracy. State, Class, and Colonialism in the Ionian Islands, 1815-1864, Berghahn Books, New York/ Oxford 2016. O τίτλος είναι επιλογή του μεταφραστή.

Ο συγγραφέας είναι επίκουρος καθηγητής [Associate Professor] νεοελληνικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο York του Τορόντο.

Από το αρχείο του Nomadic universality

Κράτα το

Κράτα το

Κράτα το

Κράτα το