Κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα, σαν μελωδία και ήταν το τραγούδι των Πινιατόρων, δηλαδή των ανθρώπων της πιάτσας (Πίνια: Κεντρικό σημείο της Κέρκυρας, στην διασταύρωση Νικηφόρου Θεοτόκη και Φιλαρμονικής, όπου ακόμα κρέμεται η μεταλλική κουκουνάρα. Ονομάστηκε έτσι, από την Ενετική λέξη Pigna που σημαίνει κουκουνάρα).

Το ποίημα αυτό φέρεται να γράφτηκε γύρω στα 1950 από τον Απόστολο Ρουβά.

Στοῦ Κάρδελαδες διάβαινα νὰ πάω στὴ Γαρίτσα
Καὶ μιὰ κοπέλλα ἀπάντησα μὲ μιὰ φιοράδα τρίτσα.
Στὸ μοῦτρο στη εἶχε πόρβερη καὶ ἕνα σωρὸ σπερλέτο
Τριζάτο σοντοκώντολο καὶ βίμολο σκερτσέτο.
Ἀρεντεύω πῶ παναπεῖ στὸ λεπτό καὶ τὴν πιάνω κοντά στοῦ Πηγότα
Καὶ τσῆ λέω «Ἔλα μιὰ» καὶ μοῦ λέει «Ἄμα τζὰ» στὰ πρῶτα ποὺ τσῆ κάμα μότα
Στὸ ρεμόντο τση αὐτὴ μοῦ 'χε πεῖ παναπεῖ ἀρδιράδα ἡ καψερὴ
Ποὺ ὁ Τάντα τσῆ εἶχε πατέλο κι' ἦταν ἀπὸ τὸ Καμπιέλο.

Καθὼς ἐπασαγιάριζα τὴ βλέπω μετζογιόρνο
μπρὸς τὴν ἀντιβουνιώτισσα σὲ ἕνα στενὸ κοντόρνο
«δὲ λὲ ποὺ ἐμ' ἑβρῆκες» μὲ πιάκαν οἱ διαόλοι
Κι' αὐτή μ' ἀγριοκοίταξε μὲ μάτια σὰ μπομπόλοι.
Ἀρεντεύει λοιπὸν καὶ περνάει τὸ Λιστόν καὶ τὴν πιάνω μπρὸς τοῦ Κονταρίδη
Βροντολάρισα ἐγὼ καὶ τσῆ λέω ἕνα σωρὸ ριτσαγιάρισε τότσο καὶ κείνη
Παμέ στὴν ἀγκωνὴ μὰ πάνω πολὺ καὶ μιλοῦμε παναπεῖ
Καὶ μοῦ ὁρκίζεται ἀγάπη στὸν Ἅγιο καὶ γὼ κάνω κουράγιο.

Νὰ κι' ἀριβάρει ὁ τάτα τση μπροστά μας σὰν τὸ Χάρο
Μὲ μία γιακέτα βρώμικη καὶ μάκες στὸ ταμπάρο.
Φουντῶσαν τὰ μουστάκια του τὰ γκρίζα του μουστάκια
Σὰ δύο ἀγριοφρόκαλα, σὰ πόντες ἀπ ἀστάκια.
Τρώω σιλικουθτιὲς στὸ κεφάλι πολλὲς καὶ μ' ἀσκώνονται τρεῖς κουκουμίδες
Κι' αὐτὴ μοῦ ' λεγε τζὰ κι' ἀματζὰ, καὶ μὲ μάτια μοῦ ἔδιν' ἐλπίδες.
Καὶ σὲ λίγο γαμπρὸς καὶ αὐτὸς πεθερὸς, τὶ νὰ κάμ' ὁ καψερὸς,
Τὸ θυμᾶμαι καὶ μὲ πιάνουν φουμάδες, βούκινο τσῆ σπιανάδες.

Γιὰ προίκα ἡ μάμα τσή 'δωκε βαντάκα μὲ τσεργούλια,
Το μαζενὶ, τὸ μπρουστουλὶ καὶ πήλινα τσαγκούλια,
Κι' ὁ τάτας μετὰ θάνατο μού γράφει τὸ μπατέλο
Και δέχτηκα νὰ μείνουμε μαζύ του στὸ Καμπιέλο.
Καὶ τἠν ἔπαθα τζὰ παναπεῖ μιὰ χαρὰ, σ' ἕνα σπίτι μὲ δίχως κουντοῦτο
Καὶ στὴν τάβλα μαζὺ καὶ πουλέντα γραμμὴ, δίχως λάδι καὶ δίχως ντιστροῦτο.
Καμμιὰ νόσπολα 'δῶ, καμμιὰ τζίντζολα 'κεῖ, δύο μπουρντούνια στὸ χαρτὶ,
καὶ πληρώνω ἀκριβὰ αὐτὸ τὸ γάρμπο μὰ τὶ ἄλλο μοῦ μένει νὰ κάμω..

*γάρμπο=φλερτ ή καμάκι

Πηγή: goodmusipresszita.blogspot.com